Ήταν Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου του 1831 και ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελληνικής Πολιτείας, Ιωάννης Καποδίστριας πηγαινε στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα όπως συνήθιζε για την κυριακάτικη λειτουργία. Συνοδεία η ασφάλειά του ο μονόχειρας 31χρονος Γεώργιος Κοζώνης, που είχε χάσει το χέρι του στον αγώνα της Επανάστασης του 21. Πρόσφατα είχε προστεθεί και ο στρατιώτης Δημήτριος Λεωνίδης. Ξεκίνησαν με τα πόδια για τον ναό χωρίς κανείς να έχει την παραμικρή υποψία πόσο κοντά βρισκόταν στο θάνατο ο Ιωάννης Καποδίστριας, που σε λίγη ώρα θα ηταν νεκρός.
Στην διαδρομή συναντήθηκαν τυχαία με τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και με τον ανιψιό του Γιώργη, που είχαν ήδη αποφασίσει να κόψουν το νήμα της ζωής του Κυβερνήτη. Η διαμάχη των Μαυρομιχαλαίων, που ήταν φεουδάρχες της Μάνης με ισχυρή δύναμη, με τον Ιωάννη Καποδίστρια ήταν γνωστή σε ολόκληρο το Ναύπλιο. Η διαμάχη ξεκίνησε από το 1830 όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας επιχειρεί να αφαιρέσει τα προνόμια από τους δασμούς και τη φορολογία που απολάμβαναν πολλοί Μανιάτες, από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Κοινό μυστικό αποτελούσε και το γεγονός ότι τους Μαυρομιχαλαίους υποστήριζαν οι δυο προστάτιδες δυνάμεις Αγγλία και η Γαλλία εν αντιθέσει με την Ρωσία, που στήριζε τον Κυβερνήτη.
Τον Απρίλιο του 1830 οι Μαυρομιχαλαίοι συγκροτούν παράτυπη Προσωρινή Διοικητική Επιτροπή και τρέπουν σε φυγή του κυβερνητικούς υπαλλήλους της επίσημης Κυβέρνησης που έχουν μεταβεί στην Μάνη για την συλλογή φόρων ενώ αρπάζουν τα εσοδα του τοπικού τελωνείου. Τον Δεκέμβριο ξεσπούν ταραχές στο Λιμένι, οπότε και διώχνεται βιαίως ο έκτακτος Επίτροπος Κάτω Μεσσηνίας, Ιάκωβος Κορνήλιος και οι στασιαστές σχεδιάζουν πια να ανατρέψουν τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Κυβερνήτης μην έχοντας επιλογή, συγκρούεται ανοιχτά με τους Μανιάτες. Κατέπνιξε τη στάση που οργάνωναν στη Μάνη κατά της επίσημης Αρχής και στις 23 Ιανουαρίου 1831 συλλαμβάνει τον γενάρχη τους, τον 66χρονο Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τον φυλακίζει στο Ιτς – Καλέ στην Ακροναυπλία.
Οι Μαυρομιχαλαίοι έρχονται σε επαφή με την Κυβέρνηση και ορίζουν συνάντηση για να συζητήσουν τα δύο μέτωπα για την αποκλιμάκωση της έντασης για τις 26 Σεπτεμβρίου στην οικία του Κυβερνήτη. Η συνάντηση όμως δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Αυτό γιατί ο Καποδίστριας είδε ένα βρετανικό δημοσίευμα το ίδιο πρωί, που κατέκρινε την πολιτική του και οργισμένος δεν δέχθηκε να τους συναντήσει. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ένιωσε βαθιά ταπεινωμένος, καθώς θεώρησε ότι τον διαπομπεύουν, κυκλοφορώντας τον στα σοκάκια του Ναυπλίου σιδηροδέσμιο και αυτό δεν μπορούσε να το αφήσει να περάσει έτσι. Ζήτησε λοιπόν από τους φύλακες καθώς επέστρεφε άπραγος στο κελι του να περάσουν μπροστά την οικία του και εκείνοι δέχτηκαν. Φτάνοντας έξω από το σπίτι του φωνάζει τρέμοντας από οργή: «Γεια σας μωρέ ‘σεις παιδιά». Ο γιος και ο αδελφός του βγήκαν, τον είδαν έτσι και τον ρώτησαν «Τι κάνεις;» για να τους απαντήσει «Να, τα βλέπετε». Με την φράση αυτή το μήνυμα είχε σταλεί και το σχέδιο της δολοφονίας πήρε μπροστά.
Έτσι το μοιραίο πρωινό οι δολοφόνοι του θα μπορούσαν να σκοτώσουν τον Ιωάννη Καποδίστρια και την στιγμή που τον πρωτοσυνάντησαν τυχαία στο δρόμο. Ακόμα και σήμερα παραμένει άξιο απορίας γιατί οι δολοφόνοι επέλεξαν να σκοτώσουν τον κυβερνήτη στο κατώφλι του ναού του Αγίου Σπυρίδωνα, σε σημείο γεμάτο κόσμο και αυτόπτες μάρτυρες. Οι δυο δολοφόνοι στήνουν καρτέρι στην είσοδο του ναού. Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης στέκεται δεξιά της πόρτας και ο Γιωργής πιο μέσα. Σύμφωνα με καταθέσεις που ακολούθησαν προκύπτει ότι εκείνη την στιγμή βρισκόντουσαν στο σημείο και τα δύο άτομα που είχαν αποστολή την επιτήρηση των Μαυρομιχαλαίων για λογαριασμό της Πολιτείας ώστε να μην προχωρήσουν σε παράνομη πράξη ο Α. Γεωργίου και ο Γιάννης Καραγιάννης, ο οποίος φαίνεται πως επί 40 μέρες που τους παρακολουθούσε στενά είχε ταχθεί με το μέρος τους. Ένας λοχαγός με το επώνυμο Κουτσιαφόπουλος που πήγαινε σπίτι του, ένας άγνωστος νέος και ένα ζητιάνος, πράγμα ασυνήθιστο για την ώρα εκείνη. Ερωτηματικό που ακόμα και σήμερα δεν έχει απαντηθεί είναι γιατί δεν κλήθηκε ποτέ στο δικαστήριο ο ζητιάνος, αν και ήταν αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας.
Ο Καποδίστριας την ώρα που πλησίαζε στην είσοδο του ναού κοντοστάθηκε. Αν και δεν πίστευε κατά βάθος ότι οι Μανιάτες θα πραγματοποιούσαν την απειλή τους, όταν τους είδε στημένους στους παραστάτες της πόρτας, ένιωσε μια ταραχή. Γρήγορα όμως απέβαλε τη δειλία του και προχώρησε. Έβγαλε το καπέλο του προκειμένου να μπει στην εκκλησία και ετοιμαζόταν να κάνει τον σταυρό του. Από εκείνη τη στιγμή όλα εξελίχθηκαν αστραπιαία. Σε όσους τον συμβούλευαν να προσέχει, έλεγε ότι «Εάν οι Μαυρομιχαλαίοι θέλουν να με δολοφονήσουν ας με δολοφονήσουν. Τόσο το χειρότερον δι’ αυτούς. Θα έλθη κάποτε η μέρα κατά την οποίαν οι Έλληνες θα εννοήσουν την σημασίαν της θυσίας μου».

Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης τον αρπάζει από το αριστερό του χέρι και τον πυροβολεί με την πιστόλα στη βάση του κρανίου, πίσω από το δεξί αυτί. Ταυτόχρονα ο Γιώργης Μαυρομιχάλης τον μαχαιρώνει στα δεξιά της βουβωνικής χώρας. Ενώ ο Καραγιάννης, ο οποίος υποτίθεται είχε ταχθεί να φρουρεί τους Μαυρομιχαλαίους, πυροβολεί και εκείνος τον Κυβερνήτη, αλλά αστοχεί. Η σφαίρα του σφηνώνεται στον παραστάτη της πόρτας σφηνωμένη στην δεξιά πλευρά της εισόδου του ναού και μπορεί κάποιος να τη δει μέχρι και σήμερα.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας σωριάζεται νεκρός, δίχως να προλάβει να πει λέξη ενώ ο μονόχειρας σωματοφύλακας του τον αφήνει να πέσει μαλακά στο έδαφος και κυνηγά τους φονιάδες του. Πυροβολεί τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και τον βόλι τον βρίσκει στην πλάτη ξυστά. Στο μεταξύ δεκάδες άνδρες και γυναίκες αρχίζουν να καταδιώκουν τους θύτες εξαπολύοντας κατάρες. Ο Στρατηγός Φωτομάρας, ακούγοντας την φασαρία έχει βγει στο παράθυρο του σπιτιού του και με το όπλο του, σημαδεύει τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη την ώρα που τρέχει να ξεφύγει και τον ξαπλώνει βαριά τραυματισμένο αυτήν τη φορά στο έδαφος. Ο κόσμος πέφτει από πάνω του και αρχίζει να τον κλωτσά με μανία βρίζοντάς τον για το κακό που έκανε. Ημιθανής ο τραυματίας ικετεύει να βρεθεί κάποιος να τον σκοτώσει. Μπορεί να άφησε την τελευταία του πνοή, αλλά ο όχλος δεν ικανοποιήθηκε. Τον σέρνουν μέχρι την πλατεία του Πλατάνου και τον ρίχνουν στη θάλασσα από τα τείχη του φρουρίου.
Μέσα στον πανικό ο ανιψιός του, Γιώργης, καταφέρνει να ξεφύγει. Τρέχει στη Γαλλική πρεσβεία, μπαίνει και ζητεί άσυλο. Το πλήθος μαζεύεται γύρω από το κτίριο ζητώντας να τους παραδώσουν τον νεαρό. Θα ικανοποιηθούν μονάχα εάν λιντσάρουν τον δολοφόνο. Παρεμβαίνει ο Πορτογάλος Συνταγματάρχης Αντόνιο Φιγκουέιρα ντ’ Αλμέιντα ως εκπρόσωπος της προσωρινής συσταθείσας κυβερνητικής τριανδρίας και θα ζητήσει από τον δολοφόνο να παραδοθεί στις Αρχές, παρέχοντάς του εγγύηση πως θα έχει μια δίκαιη δημόσια δίκη, Ο Γιώργης Μαυρομιχάλης αντιλαμβάνεται πως δεν έχει πολλές επιλογές. Παραδίδεται, φυλακίζεται αρχικά στο ενετικό φρούριο της μικρής νησίδας Μπούρτζι και μετέπειτα στο Ιτς-Καλέ. Θα δικαστεί από έκτακτο Στρατοδικείο, κάτι που ωστόσο θεωρήθηκε αντισυνταγματικό για την εποχή εκείνη. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την ενοχή του και έριξε την ευθύνη στον νεκρό θείο του. Η ποινή ωστόσο Θάνατος διά τυφεκισμού. Θα εκτελεστεί το μεσημέρι της 10ης Οκτωβρίου 1831 στα οχυρώματα του φρουρίου όπου κρατούνταν.
Ο Καραγιάννης, ο προδότης φρουρός που πυροβόλησε τον Κυβερνήτη, καταδικάστηκε επίσης σε θάνατο, αλλά αναιρώντας την αρχική κατάθεσή του και στρεφόμενος κατά των Μαυρομιχαλαίων αφέθηκε ελεύθερος έξι μήνες αργότερα. Τέλος, ο άλλος φρουρός, ο Γεωργίου, καταδικάστηκε σε δεκαετή καταναγκαστική εργασία, επειδή, ενώ γνώριζε, δεν κατήγγειλε το σχέδιο της δολοφονίας.

Η κηδεία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος θα αργήσει να γίνει, καθώς το σώμα του παρέμεινε ταριχευμένο πάνω από 20 μέρες στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γεωργίου στο Ναύπλιο. Ο Ιωάννης Καποδίστριας θα κηδευτεί το μεσημέρι της Κυριακής 18 Οκτωβρίου του 1831.
Δημοσιεύθηκε στο Ταξίδι Στον Χρόνο - Time Travel
Ακολουθήστε το Ταξίδι Στον Χρόνο - Time Travel και στο Instagram https://www.instagram.com/taxidistonxrono_timetravel/