Traumahelpgr : Πότε η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή οδηγεί στην Παραβατικότητα

Traumahelpgr : Πότε η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή οδηγεί στην Παραβατικότητα

Άρθρο στο https://www.traumahelp.gr/

 

Τι είναι η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (OCD);

Η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή ή πιο ευρέως γνωστή στον χώρο της ψυχολογίας OCD (Obsessive-Compulsive Disorderείναι μία χρόνια νευροψυχιατρική διαταραχή με επιπολασμό στην κοινότητα 1.6% σύμφωνα με έρευνες που χαρακτηρίζεται τόσο από ιδεοληψίες (ενοχλητικές, επαναλαμβανόμενες, ανεπιθύμητες σκέψεις) όσο και από ψυχαναγκασμούς (επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ή νοητικές πράξεις που εκτελούνται για τη μείωση του άγχους που προκαλείται από ιδεοληψίες). Η OCD είναι η τέταρτη πιο συχνή ψυχική διαταραχή μετά την κατάθλιψη, την κατάχρηση αλκοόλ/ουσιών και την κοινωνική φοβία (Veale & Roberts, 2014).

Οι ιδεοληψίες είναι το γνωστικό συστατικό της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής (OCD), και οι ψυχαναγκασμοί είναι το συμπεριφορικό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το πρόβλημα είναι κυρίως ή αποκλειστικά ψυχαναγκασμοί, καθώς ο ψυχαναγκασμός εμφανίζεται ως μία επαναλαμβανόμενη πράξη που γίνεται για να μειώσει προσωρινά το άγχος που δημιουργεί μία ιδεοληψία (Lensi et al. 1996). Οι ιδεοληψίες και οι ψυχαναγκασμοί είναι στενά συνδεδεμένοι. Συνήθως, οι ψυχαναγκασμοί ακολουθούν τις ιδεοληψίες. Η εμπειρία μιας ιδεοληψίας είναι σχεδόν πάντα οδυνηρή και γενικά ωθεί το άτομο που έχει προσβληθεί να λάβει μέτρα, για να μειώσει την ανησυχία. Αυτά τα μέτρα μπορούν να λάβουν τη μορφή ψυχαναγκασμών.

Μία από τις πιο αινιγματικές πτυχές της OCD είναι η επιμονή της. Δεν υπάρχει προφανής λόγος για να εμπλακούν οι άνθρωποι σε αυτή την ψυχαναγκαστική συμπεριφορά. Ακόμα πιο αινιγματική είναι η επίμονη επανεμφάνιση ενοχλητικών και οδυνηρών σκέψεων. Η επιμονή αυτών των εμπειριών και συμπεριφορών είναι ο πυρήνας του προβλήματος. Για πολλά χρόνια, η θεωρία δύο σταδίων του φόβου και της αποφυγής του Mowrers (1939, 1960) -η οποία δηλώνει ότι η επιτυχημένη συμπεριφορά αποφυγής διατηρεί παράδοξα τον φόβο- ενσωματώθηκε σε πολλές θεωρίες για την OCD (Eysenck & Rachman, 1965), και είχε βαθιά επίδραση στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε αυτό το ζήτημα. Συνοπτικά, η ερμηνεία που μας δίνει αυτή η θεωρία είναι πως μία κατάσταση, η οποία είναι συνδεδεμένη στο μυαλό του ατόμου με φόβο ή ανησυχία αντιμετωπίζεται με έναν ψυχαναγκασμό, ο οποίος μειώνει στιγμιαία το άγχος. Αυτή η θεωρία χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα σε μαθησιακά μοντέλα της OCD.

Συνδέεται η παραβατική συμπεριφορά με τις ψυχικές διαταραχές και ειδικότερα με την OCD;

Το έγκλημα ορίζεται ως συμπεριφορά που παραβιάζει τον νόμο, θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική ή προσωπική ασφάλεια, διαταράσσει τη δημόσια τάξη, έχει επιπτώσεις που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την κοινωνική ανάπτυξη και πρέπει να τιμωρείται. Το φαινόμενο του εγκλήματος θα πρέπει να θεωρείται τόσο ως νομικό γεγονός, όσο και ως ατομικό. Το αν οι ψυχικές διαταραχές συνδέονται με την εγκληματική συμπεριφορά είναι ένα ερώτημα που έχει τραβήξει το ενδιαφέρον πολλών επιστημόνων. Με βάση την παραπάνω ιδέα πολλές έρευνες, όπως αυτοί των McKay et al. (2020) και των Sugaya et al. (2012) έχουν δείξει ότι κυρίως οι συμπεριφορές σωματικής βίας στην παιδική ειδικά ηλικία έχουν σχέση με την εμφάνιση ψυχικών διαταραχών στην ενήλικη ζωή. Επίσης, έρευνες έχουν δείξει ότι περιπτώσεις με σχιζοφρένεια, κατάχρηση ουσιών, αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας και ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή έχουν μεγάλο ιστορικό εγκληματικότητας (Canpolat et al., 2024).

Έρευνες έχουν δείξει ότι αν αναλύσουμε την οπτική της εγκληματολογικής πλευράς και σκεφτούμε  ότι η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή συμπεριλαμβάνει εμμονικές ιδέες και ότι το άτομο έχει διαγνωστεί με τάσεις να βλάψει κάποιον άλλον ή και τον ίδιο του τον εαυτό σωματικά ή λεκτικά, εκούσια ή ακούσια, τότε αυτοί που έχουν διαγνωστεί με OCD μπορούν να προβούν σε παραβατικές ή εγκληματικές πράξεις (Canpolat et al., 2024).

Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους οι παραβάτες καταλήγουν σε τέτοιου είδους πράξεις. Για παράδειγμα ένας είναι λόγω της δυσφορίας, που υφίσταται κάποιος όταν ένα άλλο άτομο ακούσια ή σκόπιμα διαταράσσει ή προσπαθεί να διακόψει ένα ψυχαναγκασμό τον οποίο έχει ανάγκη να πραγματοποιήσει ή όταν θεωρεί ότι ο άλλος παραβιάζει κανόνες χωρίς δικαιολογία. Για να αποτραπεί η πιθανότητα εμφάνισης αυτών των συμπεριφορών, το άτομο μπορεί να εκδηλώσει ψυχαναγκασμούς, όπως περιοριστική συμπεριφορά απέναντι στον εαυτό του και το περιβάλλον του, και να ζητά συνεχώς συγγνώμη ακόμη και αν δεν έχει εμφανίσει μία τέτοια συμπεριφορά (Freckelton, 2020; Canpolat et al., 2024) .

Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι τα άτομα μπορούν να γίνουν βίαια ή εκφοβιστικά απέναντι σε μέλη της οικογένειας ή σε κάποιον που προσπαθεί να βοηθήσει. Αυτό είναι ιδιαίτερα πιθανό να συμβεί σε παιδιά ή εφήβους επειδή συνήθως υπάρχει πολύ υψηλό επίπεδο εμπλοκής της οικογένειας, κάτι που μπορεί να οδηγήσει το άτομο σε μία ακούσια συμπεριφορά αφού μπορεί να νιώθει απειλή (Freckelton, 2020).

Επιπλέον, ένα άτομο που πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή μπορεί να εξοργιστεί και να αναστατωθεί όταν πιστεύει ότι κάποιος άλλος έχει πληγωθεί. Μπορεί ακόμη και να χρησιμοποιήσει ακατάλληλη σωματική βία για να υπερασπιστεί το άτομο, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατηγορίες για βίαια εγκλήματα (Canpolat et al., 2024). Ένα παράδειγμα αυτού είναι μια υπόθεση που εκδικάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κεράλα στην Ινδία. Υποστηρίχθηκε ότι ο αιτών όρμησε προς έναν άνδρα και τον ξυλοκόπησε άγρια, ​​αφού ο άνδρας είχε παρκάρει το όχημά του δίπλα στο σπίτι της συζύγου του. Όταν η σύζυγος παρενέβη στον καβγά, ισχυρίστηκε ότι ο αιτών την έσπρωξε και της επιτέθηκε πριν επιτεθεί στον σύζυγό της. Ωστόσο, οι πληροφορίες που δόθηκαν στο δικαστήριο απέδειξαν ότι ο αιτών έπασχε από σοβαρή μορφή ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής. Οι γονείς του αιτούντος είχαν αντιταχθεί στη στάθμευση του οχήματος και, «υπό την εντύπωση ότι η ζωή των γονιών του “βρισκόταν” σε κίνδυνο, τον έβαλε σε κατάσταση πανικού».

Τα άτομα με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή συννοσηρή με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού είναι επίσης επιρρεπή σε επιθετικά ή βίαια ξεσπάσματα, ιδιαίτερα όταν ακολουθούν συστηματικά αυστηρές ρουτίνες από τις οποίες δυσκολεύονται να παρεκκλίνουν. Αυτά τα άτομα συχνά έχουν κακή κατανόηση της δικής τους ψυχικής κατάστασης και της ψυχικής κατάστασης των άλλων (Baron-Cohen, 2001). Ως αποτέλεσμα, μπορεί να δυσκολεύονται να κατανοήσουν πώς οι ψυχαναγκασμοί τους επηρεάζουν άλλους ανθρώπους, να μην είναι σε θέση να εκφράσουν με σαφήνεια τι περνούν ή να μην είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κατάσταση εκφράζοντας τα συναισθήματά τους με συμβατικό ή κατάλληλο τρόπο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το άτομο δεν ενεργεί βάσει του ψυχαναγκασμού ή της αποφυγής του με τον τυπικό του τρόπο και η κατάχρηση ουσιών μπορεί να επιδεινώσει αυτήν την παρορμητικότητα (Freckelton, 2020).

Θεραπεία και OCD

Η εφαρμογή αποτελεσματικής θεραπείας εξαρτάται από την εις βάθος κατανόηση μιας διαταραχής και της εκδήλωσής της σε κάθε άτομο. Ο σχεδιασμός της θεραπείας θα πρέπει να βασίζεται σε μια θεωρητικά παραγόμενη και εμπειρικά βασισμένη στρατηγική αξιολόγησης (J.S.Beck, 1995). Επιπλέον, αξιόπιστα διαγνωστικά και ψυχομετρικά εργαλεία με στόχο τις ορθές μετρήσεις των ιδεοψυχαναγκαστικών συμπτωμάτων είναι κρίσιμα για την αξιολόγηση των θεωριών και τη θεραπεία της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής (Taylor, 1998; Clark, 2006).

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD) θεωρούνταν ανθεκτική στη θεραπεία, καθώς τόσο η ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία, όσο και η φαρμακευτική αγωγή δεν είχαν καταφέρει να μειώσουν σημαντικά τα συμπτώματά της. Η πρώτη πραγματική ανακάλυψη ήρθε το 1966 με την εισαγωγή της έκθεσης και της τελετουργικής πρόληψης.

Ο Salkovskis πρότεινε μια γνωστική θεωρία για την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Πρότεινε ότι πέντε υποθέσεις είναι χαρακτηριστικές της OCD: (i) η σκέψη για μια πράξη είναι το ίδιο με την εκτέλεσή της, (ii) η μη πρόληψη της βλάβης είναι ηθικά ισοδύναμη με την πρόκληση βλάβης, (iii) η ευθύνη για τη βλάβη δεν μειώνεται από ελαφρυντικές περιστάσεις, (iv) η μη τήρηση τελετουργικών πρακτικών ως απάντηση σε μια σκέψη για βλάβη είναι το ίδιο με την πρόθεση για βλάβη, και (v) κάποιος θα πρέπει να ασκεί έλεγχο στις σκέψεις του. Επομένως, ενώ ο ασθενής μπορεί να αισθάνεται ότι οι εμμονές του είναι απαράδεκτες, οι ψυχαναγκασμοί που χρησιμοποιούνται για τη μείωση του άγχους θεωρούνται αποδεκτοί (Foa, 2010).

Η OCD όπως προείπαμε θεωρούνταν για πολύ καιρό εξαιρετικά δύσκολη στη θεραπεία, με τις πρώιμες ψυχαναλυτικές και ψυχοδυναμικές θεωρίες να προσφέρουν εννοιολογικές εξηγήσεις, αλλά να μην καταφέρνουν να παράγουν αποτελεσματικές, βασισμένες σε τεκμήρια παρεμβάσεις. Παρά το περιορισμένο κλινικό τους όφελος, τέτοιες προσεγγίσεις συνέχισαν να χρησιμοποιούνται λόγω της απουσίας καλύτερων εναλλακτικών λύσεων. Οι κριτικές της εποχής τόνιζαν ότι οι παραδοσιακές ψυχοδυναμικές θεραπείες προσέφεραν ελάχιστα στην κατανόηση ή την επίλυση της OCD, συνιστώντας αντ’ αυτού την εστίαση στα παρόντα συμπτώματα παρά στις ερμηνείες των προηγούμενων εμπειριών (Foa, 2010). Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι ειδικοί τόνισαν ότι η ψυχολογία είχε λίγα αποτελεσματικά εργαλεία για την OCD και ότι η ψυχοδυναμική θεραπεία και η ηλεκτροσπασμοθεραπεία ήταν σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικές (Foa, 2010).

Η σύγχρονη θεραπευτική αντιμετώπιση της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής βασίζεται κυρίως στη φαρμακοθεραπεία και στις γνωσιακές-συμπεριφορικές παρεμβάσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στη μέθοδο της Έκθεσης και Παρεμπόδισης Αντίδρασης (ERP), η οποία θεωρείται η αποτελεσματικότερη μορφή ψυχοθεραπείας. Τα αντικαταθλιπτικά τύπου SSRIs αποτελούν τη φαρμακευτική πρώτη επιλογή και συνήθως χορηγούνται σε υψηλότερες δόσεις και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σχέση με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές. Σε περιπτώσεις μερικής ή μη ανταπόκρισης, εφαρμόζονται στρατηγικές ενίσχυσης της θεραπείας, όπως η προσθήκη άτυπων αντιψυχωσικών ή άλλων φαρμακολογικών παραγόντων (Foa, 2010).

Συμπέρασμα

Συνοψίζοντας, η OCD αποτελεί μια ιδιαίτερα πολύπλοκη κατάσταση, η οποία μπορεί να επηρεάσει βαθιά την καθημερινή λειτουργικότητα, την ποιότητα ζωής και τις κοινωνικές σχέσεις των ατόμων που την βιώνουν. Παρά την πρόοδο στην κατανόηση των γνωσιακών και συμπεριφορικών συμπτωμάτων που την κάνουν αναγνωρίσιμη, η OCD συχνά παραμένει υποδιαγνωσμένη και ανεπαρκώς αντιμετωπιζόμενη. Η αποτελεσματική θεραπεία απαιτεί συνδυασμό εξειδικευμένων παρεμβάσεων. Η συνεχής έρευνα και η ενσωμάτωση νέων ευρημάτων αποτελούν βασικό βήμα για την περαιτέρω βελτίωση της διάγνωσης και αντιμετώπισής της.

 

 

Βιβλιογραφία

Abramowitz, J. S., Taylor, S., & McKay, D. (2009). Obsessive-compulsive disorder. The Lancet374(9688), 491–499. https://doi.org/10.1016/s0140-6736(09)60240-3

Bokor, G., & Anderson, P. D. (2014). Obsessive–Compulsive disorder. Journal of Pharmacy Practice27(2), 116–130. https://doi.org/10.1177/0897190014521996

Canpolat, E., Koca, D., & Yukseloglu, E. (2024). Relationship between impulsivity and Obsessive-Compulsive Disorder (OCD) in forensic sciences. Novel Forensic Research3(1), 16. https://doi.org/10.5455/nofor.2024.02.02

Clark, D. A. (2006). Cognitive-Behavioral therapy for OCD. Guilford Press.

Foa, E. B. (2010). Cognitive behavioral therapy of obsessive-compulsive disorder. Dialogues in Clinical Neuroscience12(2), 199–207. https://doi.org/10.31887/dcns.2010.12.2/efoa

Freckelton, I. (2020). Obsessive compulsive disorder and obsessive compulsive personality disorder and the criminal law. Psychiatry Psychology and Law27(5), 831–852. https://doi.org/10.1080/13218719.2020.1745497

Stein, D. J., Costa, D. L. C., Lochner, C., Miguel, E. C., Reddy, Y. C. J., Shavitt, R. G., Van Den Heuvel, O. A., & Simpson, H. B. (2019). Obsessive–compulsive disorder. Nature Reviews Disease Primers5(1), 52. https://doi.org/10.1038/s41572-019-0102-3

Swinson, R. P., Antony, M. M., Rachman, S., & Richter, M. A. (2001). Obsessive-Compulsive Disorder: Theory, Research, and Treatment. Guilford Press.

Veale, D., & Roberts, A. (2014). Obsessive-compulsive disorder. BMJ348(apr07 6), g2183. https://doi.org/10.1136/bmj.g2183

Σχετικά Άρθρα

Πληροφορίες

Το IsthmosNews.gr είναι ένα δυναμικά αναπτυσσόμενο ενημερωτικό site που
έχει ήδη καθιερωθεί στην Κορινθία και την Πελοπόννησο ως πηγή αξιόπιστης
και καθημερινής ενημέρωσης.
Με σύνθημα «Καθημερινή Ενημέρωση με Άποψη και Επίκεντρο τον Δημότη»,
προσφέρουμε έγκαιρα ρεπορτάζ, ειδήσεις και αφιερώματα για ό,τι συμβαίνει
στον τόπο μας — από την τοπική αυτοδιοίκηση και την οικονομία, μέχρι τον
πολιτισμό, τον τουρισμό και την κοινωνία.

Το κοινό μας είναι ενεργοί δημότες της Κορινθίας , της Πελοποννήσου που
μας εμπιστεύονται για να μένουν πάντα ενημερωμένοι.
Τα νέα της Κορινθίας & Πελοποννήσου δεν κοιμούνται ποτέ.
Και εσύ... γιατί να τα μαθαίνεις τελευταίος;

👉 IsthmosNews.gr — Το site που έγινε καθημερινή σου συνήθεια.

Με εκτίμηση,
Η Ομάδα του isthmos News